Η Αγάπη Tου (His love)

Η θέση σας που επικοινωνεί στην ελληνική γλώσσα.
Post Reply
Tom
Newbie
Posts: 9
Joined: Wed 16 July 2003 6:36 am

Η Αγάπη Tου (His love)

Post by Tom »

Η Αγάπη Tου

· «ότι ο Θεός αγάπη εστί» (Α Ιω. 4, 8 )
· «…ότι η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών δια Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν» (Ρμ. 5, 5)
· «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α Ιω. 4, 18 )
· «γνώναι τε την υπερβάλλουσαν της γνώσεως αγάπην του Χριστού» (Εφ. 3 ,19)
· «Ω Θεοποιός αγάπη, Θεός ούσα» (Αγ. Συμεών ο νέος θεολόγος, υμν. 5, 24)

Δεν υπήρχε αγάπη σ’ αυτόν τον κόσμο. Κανείς δεν με είχε αγαπήσει αληθινά για αυτό που είμαι. Όλοι με «αγαπούσαν» για κάποιο λόγο. Οι κοπέλες μας «αγαπούσαν», αν είχαμε ωραίο πρόσωπο, σώμα, μάτια. Αν όμως πάθαινα ένα ατύχημα και έχανα το πόδι μου ή παραμορφωνόταν το πρόσωπό μου, «εγώ» πάλι δεν θα ήμουν το ίδιο πρόσωπο; Κι όμως, καμιά δεν θα έμενε δίπλα μου. Καμιά δεν με αγαπούσε αληθινά. Καμιά δεν αγαπούσε το βαθύτερο πυρήνα της ύπαρξής μου, τον εαυτό μου. Ούτε καν σχετιζόταν μαζί του. Σχετιζόταν μόνο με την επιφάνεια, το σώμα.
Οι φίλοι μου γιατί με αγαπούσαν; Για το μυαλό; τις ιδέες; για τη μαγκιά; για τις γνώσεις; Μα αν δεν είχα πάει στο Πανεπιστήμιο, πάλι δε θα ήμουν ο ίδιος, το ίδιο πρόσωπο; Αν χτυπούσα στο κεφάλι και γινόμουν λίγο βαρύς στο νου, ο βαθύτερος πυρήνας μου, η ψυχή μου, δε θα ήταν πάλι ο ίδιος; Ποιος θα με αγαπούσε τότε; Κανείς.
Ακόμα και η αγάπη των γονιών μου δεν ήταν καθαρή. Τη σκίαζαν κάποιες προσδοκίες. Κάποια επιθυμία ανταπόδοσης στο μέλλον. Εκτός από τη φυσική αγάπη με αγαπούσαν και για κάποιους λόγους. Γιατί ήμουν έξυπνος, γιατί ήμουν καλός μαθητής, γιατί θα τους φρόντιζα στα γεράματα.
Μα δεν υπήρχε κανείς να με αγαπάει για αυτό που ήμουν; Άδολα, χωρίς συμφέρον, χωρίς να περιμένει κάποια ανταπόδοση; Δεν είχε σημασία αν ήμουν έξυπνος ή χαζός, όμορφος ή άσχημος, καλός ή κακός. Υπήρχα εγώ, πίσω και πέρα από όλα αυτά τα επιφανειακά πράγματα, ο αληθινός εαυτός μου. Ήθελα κάποιος να με αγαπήσει έτσι, χωρίς λόγο, μόνο γιατί υπήρχα. Να αγαπήσει το βαθύτερο πυρήνα της ύπαρξής μου και όχι τα κοινωνικά φτιασιδώματα.
Άρχισα, λοιπόν, να πετάω από πάνω μου όλα αυτά τα επίκτητα στολίδια. Πρώτα τα ρούχα. Άρχισα να ντύνομαι κακόγουστα, άσχημα. Γρήγορα απογοητεύθηκαν, αρκετοί θύμωσαν απ’ αυτήν την αλλαγή και έφυγαν ακόμα πιο μακριά μου.
Με έκπληξη διαπίστωσα πόσο ψεύτικες και επιφανειακές ήταν οι σχέσεις με τους γύρω μου. Ακόμα και οι πιο στενοί μου φίλοι άρχισαν να «βαραίνουν». Ήμουν όμως αποφασισμένος να φτάσω μέχρι το τέλος. Θα πετούσα από πάνω μου, θα απελευθερωνόμουν από κάθε τι το επιφανειακό, το ψεύτικο. Θα ξεγύμνωνα τελείως τον εαυτό μου, μέχρι να μείνει σκέτος, καθαρή ύπαρξη.
Τότε μόνο θα γνώριζα ποιος με είχε αντιληφθεί βαθειά και πραγματικά. Αυτός που θα εξακολουθούσε να μένει δίπλα μου, γι’ αυτό που ήμουν, μόνο για αυτό.

…Δεν έμεινε κανείς… Βρέθηκα ολομόναχος… Ουσιαστικά μόνος. Κανείς δεν με ακολούθησε στο βάθος. Βρήκα το κέντρο της ύπαρξής μου, τον πυρήνα του εαυτού μου, αλλά… είχα μείνει μόνος. Μου ήταν εύκολο να ξαναγυρίσω στη ζωή της επιφάνειας. Γνώριζα να παίζω αυτούς τους ρόλους από μικρό παιδί. Μπορούσα να ξαναπαίξω το ρόλο του εραστή, του φίλου, του γιου. Δεν ήθελα όμως. Τώρα που βρήκα τον πυρήνα του εαυτού μου, ήθελα να ασχοληθώ με τον εαυτό μου. Ήθελα να γνωρίσω τον εαυτό μου. Η καταστροφή της ψεύτικης συνείδησης για τον εαυτό μου μου προξενούσε πόνο. Ο πόνος κατέστρεφε το ψεύτικο ωραιοποιημένο είδωλο που είχα πλάσει για τον εαυτό μου.
Ο πόνος ήταν ένα κοφτερό νυστέρι. Έκοβε βαθειά και ξεχώριζε τις σάρκες από τα κόκαλα. Το ψεύτικο από το αληθινό. Υπήρχε πολύ ψέμα μέσα μου που έπρεπε να πεταχτεί έξω. Ο χειρουργός ήταν αποφασισμένος. Η εγχείρηση έπρεπε να γίνει. Αλλιώς δεν υπήρχε σωτηρία, δρόμος για την αλήθεια. Ο πόνος ήταν η φωτιά που καιγόντουσαν τα ψέματα.
Εκείνη την εποχή πέρασα από ένα μεγάλο πόνο. Πονούσα πολύ και βαθιά. Ένιωθα τα κόκαλά μου να συντρίβονται. Η ψυχή μου είχε μείνει άφωνη και τρομοκρατημένη. Ένιωθα το μυαλό μου έτοιμο να σκάσει σε χίλια κομματάκια. Μόλις και μετά βίας συγκρατούσα τα λογικά μου. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ… Φοβόμουν να κοιμηθώ… Μόλις με έπιανε για λίγο ο ύπνος και χαλάρωνε η επαγρύπνηση του λογικού πάνω στο συναίσθημα, η ψυχή μου, μια τεράστια βαθειά κόκκινη πληγή, ανέβλυζε απότομα ένα ποτάμι οδυνηρού πόνου, που απειλούσε να διαλύσει την ύπαρξή μου ολοκληρωτικά. Ξυπνούσα αλαφιασμένος προσπαθώντας να ελέγξω τον τρομακτικό πόνο. Η λογική μου, μια εύθραυστη κλωστή, έτοιμη να σπάσει σε χίλια κομμάτια, συγκρατούσε το νου μου. Φοβόμουν ότι όπου να ‘ναι θα τρελαθώ. Δεν θα άντεχα στον πόνο.
Με ένταση και επιμονή προσπαθούσα να ερμηνεύσω αυτόν τον πόνο. Προσπαθούσα να βρω την αιτία αυτού του πόνου. Ήταν η έλλειψη αγάπης; Η απουσία της αλήθειας; Η μάταιη ζωή μου; Αναζητούσα με μεγάλο πόθο και αγωνία την απάντηση. Υπάρχει αληθινή αγάπη σ’ αυτόν τον κόσμο; Μήπως ζητούσα το αδύνατο, το άπιαστο;
Πήγα στον π. Παΐσιο και του άνοιξα τα βάθη της καρδιάς μου. Με αγωνία περίμενα απάντηση. Σοβαρά μου μίλησε.
«Ο άνθρωπος αξίζει να αγαπηθεί μόνο, γιατί είναι εικόνα Θεού. Δεν έχει σημασία ούτε καν αν είναι καλός ή κακός, ενάρετος ή αμαρτωλός. Ο άνθρωπος αξίζει να αγαπηθεί γι’ αυτό που είναι. Ο Χριστός αγάπησε και θυσιάστηκε για ανθρώπους αμαρτωλούς, διεστραμμένους . «Ουκ ήλθα δικαίους, αλλά αμαρτωλούς καλέσαι εις μετάνοιαν ». Έτσι πρέπει να τους αγαπάμε όλους αδιάκριτα. Όπως ο ήλιος ανατέλλει για όλους, έξυπνους και χαζούς, αγαθούς και πονηρούς, όμορφους και άσχημους, έτσι και η αγάπη μας πρέπει να είναι σαν την αγάπη του Θεού, που μοιάζει με τον ήλιο και απευθύνεται αδιακρίτως σε όλα πλάσματά Του.»
Παρηγορήθηκα. Τουλάχιστον κάποιος συμφωνούσε μαζί μου. Κάποιος με κατάλαβε. Τι παρηγοριά!… Αυτός ο κάποιος ήταν ο π. Παΐσιος.

Γύρισα σπίτι μου. Ο πόνος… πόνος όμως!! Καμιά φορά δεν άντεχα και ξυπνούσα βουβά τη νύκτα με κλάματα. «Θεέ μου, Θεέ μου». Μια σιωπηλή κραυγή έβγαινε από τα σωθικά μου. Αυτό μόνο. «Θεέ μου, Θεέ μου». Χτυπούσα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι. Μια βαθειά μετάνοια. Όλα τα είχα κάνει τόσο λάθος… τόσο στραβά. Τα φοβερά αυτά βράδια πάλευα απεγνωσμένα για την ζωή μου ολάκερη.

Συνέβη ένα τέτοιο βράδυ. Ήμουν μόνος στο διαμέρισμα. Προσευχόμουν, όταν ένιωσα να με πλησιάζει. Αόρατο, αλλά τόσο πολύ παρόν. Άυλο, άλλα παντοδύναμο. Απλησίαστο, άπιαστο, αλλά τόσο κοντινό.
Με ακούμπησε, όχι επιφανειακά, αλλά στο βάθος μου. Μέχρι εκεί που τελειώνει η ύπαρξή μου. Με γέμισε, με πλημμύρισε. Ενώθηκε μαζί μου τόσο στενά, που γίναμε ένα. Τίποτα δεν μπορεί να ενωθεί τόσο πολύ με κάτι άλλο. Με μέθυσε. Έγινα σαν φωτιά. Το σώμα μου έκαιγε. Ήθελα να είμαι τελείως ανοικτός. Καμιά γωνιά της ψυχής μου να μην είναι κρυφή. Όσο άσχημη και βρώμικη να ήταν. Ήθελα όλα να είναι γνωστά και φανερά. Ήθελα και ομολογούσα και έδειχνα όλα τα στραβά και βρώμικα, όλες τις κακίες μου. …Ποθούσα βαθειά να επισκεφτεί την κάθε γωνιά της ψυχής μου… …Από την άλλη μεριά ένιωθα τόσο ανάξιος… τόσο αταίριαστος να υπάρχω μαζί Του.. Έπεσα με το πρόσωπο στο πάτωμα… Ήθελα να χωθώ μέσα στο τσιμέντο.
Ήταν μια τεράστια, άπειρη Αγάπη. Ερχόταν από παντού. Από το άπειρο. Πληρούσε το σύμπαν. Αυτή συγκρατούσε το σύμπαν, τα πάντα. Ήταν η συνεκτική δύναμη του σύμπαντος. Το σύμπαν έπαιρνε τη δύναμη της ύπαρξής του απ’ Αυτήν την Αγάπη. Το σύμπαν συνέχιζε να υπάρχει εξ αιτίας Της.
Ήθελα να πάψω να ζω. Ήμουν γεμάτος κακία… τελείως ανάξιος να υπάρχω και να ενωθώ μαζί Της. Ήμουν ακίνητος. Αυτή με πλησίαζε. Ήταν μια Αγάπη που πήγαζε απ’ Αυτόν που υπήρχε πάντα και κατευθυνόταν προς τα πάντα, διαπερνούσε τα πάντα.
Αυτή η αγάπη απαντιέται μόνο με ίδια αγάπη. Τίποτα λιγότερο. Θα έπρεπε από φιλότιμο να θελήσουμε, να τολμήσουμε να αγαπήσουμε με τον ίδιο τρόπο. Μόνο αυτό είναι αντάξιό Της.
Με άφηνε, επειδή με αγαπούσε, να Τον πλησιάσω και με καθάριζε και με γιάτρευε· όλους τους πόνους, όλες τις πληγές, βαθειά και τέλεια.
Με τραβούσε απαλά, σταθερά, σίγουρα, από το σκοτάδι στο φως., από την βρωμιά στην καθαρότητα, από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Μου χάριζε πιο έντονη, πιο αληθινή, πιο ζωντανή ύπαρξη. Όχι γιατί με είχε ανάγκη, αλλά γιατί ήταν αγάπη.
Δεν αγαπούσε μόνο… Ήταν η Αγάπη… Μεγάλη διαφορά.

Πάλι το ίδιο αίσθημα αδυναμίας να εκφράσω τα ανέκφραστα. Πόσο χρόνο κράτησε; Δε γνωρίζω. Νύχτα άρχισε, νύχτα τελείωσε. Τι επίδραση είχε πάνω μου; Γιάτρεψε τον πόνο, στερέωσε το νου μου, εξαφάνισε τον κίνδυνο, απάντησε στις ερωτήσεις μου. Έμαθα όχι μόνο εκείνα που ρωτούσα, αλλά πολύ περισσότερα. Πάρα πολύ περισσότερα. Μου χάρισε γνώση βιωματική, σίγουρη, βεβαία, ασφαλή. Δε μπορεί κανείς να μου την αφαιρέσει. Η επίδρασή της συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Γνωρίζω πια ότι η ανθρώπινη φύση, ο καθένας από μας, με την συνέργια του Θεού, έχει την δυνατότητα να γεννήσει μέσα στην καρδιά του μια τέτοια αγάπη. Αν το κάνει, μεταβάλλεται οντολογικά, θεώνεται!!
Λίγοι το κάνουν, όλοι μπορούν. Όμως εμείς οι πολλοί τεμπελιάζουμε, φοβόμαστε, ασχολούμαστε με ασήμαντα πράγματα. Είμαστε ένοχοι γι’ αυτή τη στάση.
Αυτή είναι η «πνευματική αγάπη » που γεννάει το Άγιο Πνεύμα μέσα στην ψυχή του ανθρώπου. Αυτή κάνει τον άνθρωπο «Θείας φύσεως κοινωνόν».
Αυτή η αγάπη είναι πολύ, πάρα πολύ ανώτερη από οποιαδήποτε αγάπη ανθρώπινη. Η μητρική αγάπη είναι ασήμαντη μπροστά Της. Ο π. Παΐσιος είχε αυτήν την αγάπη. Γι’ αυτό μάζευε τους ανθρώπους γύρω του.
Αυτή η αγάπη είναι παντοδύναμη. Τίποτα δεν μπορεί να της αντισταθεί. Αυτή η αγάπη νικάει τον θάνατο. Τους νόμους της φύσης. Αυτή η αγάπη είναι ο «νομοθέτης» του σύμπαντος. Αυτή η αγάπη είναι το μυστήριο του σύμπαντος: «ότι ο Θεός αγάπη εστί».
Ο π. Παΐσιος είχε τέτοια αγάπη μέσα του για όλους τους ανθρώπους, για όλα τα πλάσματα, για όλη την κτίση. Έτσι με αγαπούσε και μένα. Θέλησε και μου το έδειξε. Αυτή του η αγάπη έγινε το στήριγμα της ζωής μου. Μέχρι να πεθάνω σ’ αυτήν την αγάπη θα ακουμπώ. Σ’ αυτή την αγάπη ακουμπούσα όταν ήμουν στην Ινδία. Τι να φοβηθεί ο άνθρωπος, όταν υπάρχει κάποιος που τον αγαπά μ’ αυτόν τον τρόπο; Μόνο τον εαυτό του, ίσως.
Καμιά φορά ο γέροντας συνήθιζε να «καταριέται» γελώντας: «Να σας κάψει ο Θεός με την Αγάπη Του» έλεγε. Πολλοί το εννοούσαν μεταφορικά. Εγώ γνώριζα ότι κυριολεκτούσε απόλυτα και κάτι παραπάνω. Γνωρίζω ότι η προσευχή του μου χάρισε και αυτή την εμπειρία.
Κι αν απέσπασα αυτή την εμπειρία από το έλεος του Θεού δι’ ευχών του γέροντα Παϊσίου, επειδή την είχα ανάγκη, για να διατηρηθώ στη ζωή, υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν άνθρωποι, που κατέκτησαν αυτή την ηψηλότατη κορυφή των κορυφών με προσωπικούς αγώνες, με την προσωπική τους αξία.

Ένας τέτοιος είναι ο Άγιος Συμεών, ο νέος Θεολόγος. Μοναχός. Έζησε στην Κωνσταντινούπολη (949-1022 μ.Χ.) Σπάνια Άγιοι μιλούν τόσο φανερά, τόσο ανοικτά για τις «εν Χριστώ» εμπειρίες τους. Θερμά προτρέπω κάθε ενδιαφερόμενο να μελετήσει τα «Άπαντά» του.
Να, πως περιγράφει ο Άγιος μια εμπειρία του.

ΚΕΙΜΕΝΟ -
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

«Η Αγάπη, αίφνης όλη πάλιν
εν εμοί γνωστώς ευρέθη
εν καρδία μου τε μέσον
ως φωστήρ, ως δίσκος όντως
του ηλίου καθωράθη…

Μετ:
Η Αγάπη ξαφνικά ξαναεμφανίστηκε ολόκληρη
μέσα μου με τρόπο καταληπτό,
και μέσα στην καρδιά μου
φανερώθηκε σαν φωστήρας,
σαν δίσκος – πραγματικά – του ήλιου.
………………….
Έξω δε κτισμάτων ούσα
Έστιν αυ και μετά πάντων,
έστι πυρ, εστί και αίγλη,
γίνεται φωτός νεφέλη…

Μετ:
Η Αγάπη είναι έξω από όλα τα κτίσματα
και πάλι είναι μαζί με όλα,
είναι φωτιά, είναι και λάμψη
γίνεται σύννεφο φωτός.
………………….
Απεγύμνωσε τον νου μου
και αισθήσεως χιτώνα
νοερώς ενέδυσέ με,
ορατών δ’ εχώρισέ με
και συνήκεν αοράτοις
και τον άκτιστον οράν με
εχαρίσατο και χαίρειν…

Μετ:
Η Αγάπη απογύμνωσε το νου μου
και με έντυσε με το χιτώνα
της νοερής αίσθησης,
με χώρισε από τα ορατά
και με συνέδεσα με τα αόρατα,
και μου χάρισε να βλέπω τον Άκτιστο
και να χαίρομαι.
………………….

Και ηνώθην τω ακτίστω,
τω αφθάρτω, τω ανάρχω
τω τοις πάσιν αοράτω·
Τούτο γαρ αγάπη πέλεις…»

Μετ:
και ενώθηκα με τον Άκτιστο,
τον Άφθαρτο, τον Άναρχο,
τον Αόρατο σε όλους·
Γιατί αυτό είναι η Αγάπη.


«Ω Θεοποιός αγάπη, Θεός ούσα»
«ότι ο Θεός αγάπη εστί»

Post Reply