ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄
β΄) Περί Βίας, Ανδρείας και Αυταπαρνήσεως
17η .
Αγωνίζου, παιδί μου. Ουχί καιρός αγώνων ο παρών βίος; Ουχί όνειρον η ζωή παντός γηϊνου ανθρώπου; Ανύψωσον τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής σου και ιδέ ουρανίους στρατιάς αγγέλων και αρχαγγέλων. Ανάτεινον το όμμα της διανοίας σου έτι και ιδέ τον μακάριον τόπον του πρώην ανατέλλοντος εωσφόρου κενόν. Ω, τι μέγας προορισμός! Ω κλήσις αγιωτάτη! Εκεί κοντά εις τον θείον θρόνον θα βλέπουν αι ψυχαί το θείον κάλλος του Χριστού, και θα ανάγωνται από γνώσεως εις γνώσιν και από θεωρίας εις θεωρίαν προς πλεονασμόν πλούτου θείας χάριτος! Δια να αποκτηθούν όμως τα ουράνια αυτά αγαθά, οφείλομεν να επιδείξωμεν ανδρείαν, τόλμην και να συνάψωμεν μάχας, χωρίς να δώσωμεν εις ήτταν τα νώτα μας, αφορώντες εις τον Ιησούν ο Οποίος μας είπε: «Θαρσείτε, Εγώ νενίκηκα τον κόσμον» ( Ιωαν. 16,33 ) και « ο άχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω» (Ιωαν. 12,31). Ελπίζοντες λοιπόν εις την ακαταμάχητον δύναμιν του Εσταυρωμένου, ας δώσωμεν τον εαυτόν μας εν απλότητι εις τον αγώνα του μονήρους βίου και ας παραμείνωμεν καταφιλούντες τους αχράντους πόδας του Σωτήρος χύνοντες δάκρυα ευγνωμοσύνης και χαράς. Τις λοιπόν ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού, θλίψεις, ή στενοχωρία ή διωγμός ή γυμνότης κ.λ.π.; «Σκύβαλα ηγούμαι είναι τα πάντα, ίνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλ. 3,8), εβόα το στόμα του Παύλου. Ουχί και ημείς χρεωστούμεν μιμηταί του Παύλου να γίνωμεν και εις την αυτήν χάριν και αγάπην προς τον Χριστόν να φθάσωμεν; Ναι, αλλά όμως αγωνιζόμεθα ως εκείνος; Επάθαμεν και ημείς, εγώ, τα όσα αυτός δια τον ηγαπημένον Του Χριστόν έπαθε; Όχι, δια τούτο και γυμνός και ρακένδυτος υπάρχω και την αισχύνην περίκειμαι και πλανώμαι νομίζων ότι περίκειμαι διάδημα δόξης. Ουαί μοι, ουαί μοι τω αθλίω, τις μου το σκότος καταλάμψει, ίνα ίδω την ελεεινότητά μου!